τσαρουχάδικο

τσαρουχάδικο
το, Ν
εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης τσαρουχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσαρουχαδ- τού πληθ. τσαρουχάδες τής λ. τσαρουχάς + κατάλ. -ικο (πρβλ. γαλατάδ-ικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσαρουχάδικο — το εργαστήριο κατασκευής τσαρουχιών ή κατάστημα που τα πουλάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καβαφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Καβάφη («καβαφική ποίηση»). η, ο [καβάφης] 1. κακότεχνος, κακοφτιαγμένος, κατώτερης ποιότητας («καβάφικη δουλειά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καβάφικα περιοχή ή συνοικία όπου υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”